αναχώνω

αναχώνω
βλ. αναχώννυμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναχώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, σκεπάζω με χώμα: Το μεγάλο λάκκο στο χωριό τον ανάχωσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχώννυμι — ἀναχώννυμι κ. ἀναχωννύω κ. ἀναχῶ ( όω) (Α) (νεοελλ. και αναχώνω) μσν. 1. (για τάφο) ανοίγω 2. ξεχώνω νεκρό, ξεθάβω αρχ. 1. συσσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο 2. γεμίζω, επικαλύπτω με χώμα 3. θάβω νεκρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”